- λασιό-κνημος
λασιό-κνημος, mit rauchem Schienbein, κνήμη, rauchfüßig, λαγωοί, Opp. Cyn. 2, 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λασιό-κνημος, mit rauchem Schienbein, κνήμη, rauchfüßig, λαγωοί, Opp. Cyn. 2, 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίκνημος — η, ο αυτός που έχει ωραίες κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λασιό κνημος, λευκό κνημος) … Dictionary of Greek