- λαρίς
λαρίς, ίδος, ἡ, = λάρος, Leon. Tar. 74 (VII, 652).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρίς, ίδος, ἡ, = λάρος, Leon. Tar. 74 (VII, 652).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρίς — λαρίς, ίδος, ἡ (Α) ο γλάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάρος κατά τα θηλ. σε ίς] … Dictionary of Greek
λαρίδεσσι — λαρίς fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρίδεσσιν — λαρίς fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)