- λαρύγγισμα
λαρύγγισμα, τό, = Folgd., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρύγγισμα, τό, = Folgd., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρύγγισμα — λαρύγγισμα, τὸ (ΑM) [λαρυγγίζω] στομφώδης λόγος μσν. μουσικός ήχος που σχηματίζεται με τη βοήθεια τού λάρυγγα … Dictionary of Greek