λαρυγγᾶς

λαρυγγᾶς

λαρυγγᾶς, , der Schreihals, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

  • λάρυγγας — ο 1. το όργανο της φωνής και ένα από τα ανώτερα τμήματα των αεραγωγών. 2. φρ., «Έβγαλα το λάρυγγά μου», φώναξα πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • αυλώνας — ο και αυλώνι, το (AM αὐλών) [αυλός] η κοιλάδα αρχ. μσν. οχετός, υπόνομος αρχ. 1. πορθμός 2. σωλήνας, αγωγός 3. ο λάρυγγας …   Dictionary of Greek

  • δέλεαρ — (δελέατος), το (AM δέλεαρ) 1. το δόλωμα 2. το μέσο με το οποίο παρασύρεται κάποιος (α. «το δέλεαρ τής εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ δέλεαρ» την ηδονή, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το κακό). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δέλεFαρ (πρβλ. άλεFαρ,… …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • καταπότης — καταπότης, ὁ (Α) λάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. προ πότης, συμ πότης] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιακός — ή, ό (AM κοιλιακός, ή, όν) [κοιλία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων τής κοιλιακής κοιλότητας β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • λάρυγξ — λάρυγξ, υγγος, ὁ (ΑΜ) βλ. λάρυγγας …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”