- θαρσητικός
θαρσητικός u. später ϑαῤῥητικός, zuversichtlich, getrost, keck, dreist handelnd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαρσητικός u. später ϑαῤῥητικός, zuversichtlich, getrost, keck, dreist handelnd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαρσητικός — θαρσητικός, νεώτ. αττ. τ. θαρρητικός, ή, όν (Α) [θάρσος] πολύ θαρραλέος, γεμάτος θάρρος … Dictionary of Greek
θαρρητικός — θαρρητικός, ή, όν (Α) νεώτ. αττ. τ. τού θαρσητικός* … Dictionary of Greek