θαρσαλεότης

θαρσαλεότης

θαρσαλεότης, ητος, ἡ, und später ϑαῤῥαλεότης, guter Muth, Unverzagtheit, Plut. Aem. P. 36 neben ἀνδρίας, u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαρσαλεότης — θαρσαλεότης, ητος, ἡ (Α) [θαρσαλέος] θαρραλεότητα* …   Dictionary of Greek

  • θαρραλεότης — θαρσαλεότης boldness fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρραλεότητα — θαρσαλεότης boldness fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρραλεότητι — θαρσαλεότης boldness fem dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρραλεότητος — θαρσαλεότης boldness fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρσαλεότητος — θαρσαλεότης boldness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρραλεότητα — η (Α θαρσαλεότης, ότητος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλεότης) [θαρραλέος] θάρρος, τόλμη, ανδρεία, γενναιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”