θαρσύς

θαρσύς

θαρσύς, εῖα, ύ, als v. l. von ϑρασύς, hier und da, s. dieses.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαρσύς — θαρσύς, εῖα, ύ (Α) τολμηρός, θαρραλέος. επίρρ... θαρσέως και θαρσέα (Μ) 1. με θάρρος, θαρραλέα 2. υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θρασύς* (βλ. και θαρσύνω)] …   Dictionary of Greek

  • θαρσύνω — θαρσύνω, νεώτ. αττ. τ. θαρρύνω (Α) 1. εμπνέω θάρρος («θάρσυνον δὲ οἱ ἦτορ», Ομ. Ιλ.) 2. έχω θάρρος («ἀλλ , ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θαρσύνω προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. *θαρσύς, παράλληλα προς το μαρτυρ. θρασύς*. (Ο τ. θαρσύς*… …   Dictionary of Greek

  • θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… …   Dictionary of Greek

  • θαρσέως — (Μ) επίρρ. βλ. θαρσύς …   Dictionary of Greek

  • dhers- —     dhers     English meaning: to dare     Deutsche Übersetzung: “wagen, kũhn sein”, älter “angreifen, losgehen”     Note: (also with i , u extended)     Material: O.Ind. dhr̥ṣ ṇō ti, dhárṣ ati “ is audacious, courageous, ventures”, dhr̥ṣu… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”