λαπίστρια, ἡ, fem. zum Vorigen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαπίστρια — λαπίστρια, ἡ (Α) βλ. λαπιστής … Dictionary of Greek
λαπιστής — λαπιστής, ό, θηλ. λαπίστρια (Α) [λαπίζω] κομπαστής, αλαζόνας («ὁ δὲ λαπιστής... ὑπερβήσεται καιρόν», ΠΔ) … Dictionary of Greek