λαπακτικός

λαπακτικός

λαπακτικός, den Leib erweichend, abführend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαπακτικός — λαπακτικός, ον (Α) [λαπάσσω] καθαρτικός …   Dictionary of Greek

  • λαπακτικός — laxative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπακτικά — λαπακτικός laxative neut nom/voc/acc pl λαπακτικά̱ , λαπακτικός laxative fem nom/voc/acc dual λαπακτικά̱ , λαπακτικός laxative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπακτικόν — λαπακτικός laxative masc acc sg λαπακτικός laxative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπακτικοί — λαπακτικός laxative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπακτικῇσιν — λαπακτικός laxative fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπακτική — λαπακτικός laxative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπτικός — λαπτικός, ή, όν (Α) ο κατάλληλος για κένωση, καθαρτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφαλμένο τ. αντί λαπακτικός < λαπάσσω «αδειάζω»] …   Dictionary of Greek

  • λαπακτικάς — λαπακτικά̱ς , λαπακτικός laxative fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”