- λαπαρότης
λαπαρότης, ητος, ἡ, Weichheit, bes. des Leibes, κοιλίης, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαπαρότης, ητος, ἡ, Weichheit, bes. des Leibes, κοιλίης, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαπαρότης — λαπαρότης, ἡ (Α) [λαπαρός] η χαλαρότητα τής κοιλιάς ή τών εντέρων … Dictionary of Greek
λαπαρότητι — λαπαρότης looseness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρότητος — λαπαρότης looseness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)