- θύνναξ
θύνναξ, ακος, ὁ, dim. zu ϑύννος, Eriph. bei Ath. VII, 302 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύνναξ, ακος, ὁ, dim. zu ϑύννος, Eriph. bei Ath. VII, 302 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύνναξ — θύνναξ, ακος, ὁ (Α) μικρός θύννος, μικρός τόν(ν)ος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννος κατά τα σκύλ αξ, δέλφ αξ] … Dictionary of Greek
θύννακος — θύνναξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek