- παρα-κυρέω
παρα-κυρέω (s. κυρέω), = παρατυγχάνω, πᾶν ὅτι οἱ παρέκυρσεν, Qu. Sm. 11, 423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κυρέω (s. κυρέω), = παρατυγχάνω, πᾶν ὅτι οἱ παρέκυρσεν, Qu. Sm. 11, 423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρέκυρσεν — παρέκῡρσεν , παρά κυρέω hit aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)