λύγδινος

λύγδινος

λύγδινος, von weißem Marmor, εἴδωλον, Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, τράχηλος, Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λύγδινος — λύγδινος, ίνη, ον (Α) [λυγδος] 1. κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο, μαρμάρινος («λυγδίνη λίθος», Φιλόστρ.) 2. (για το σώμα) λευκός και στιλπνός σαν το επεξεργασμένο μάρμαρο, αστραφτερός («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾱσαι», Ανακρεόντ.) …   Dictionary of Greek

  • λύγδινος — of white marble masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγδινον — λύγδινος of white marble masc acc sg λύγδινος of white marble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγδίνην — λύγδινος of white marble fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγδίνης — λύγδινος of white marble fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγδίνου — λύγδινος of white marble masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγδινα — λύγδινος of white marble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγδίνεος — λιγδίνεος, α, ον, θηλ. και η (Α) [λύγδινος] (για το σώμα) λύγδινος*, λείος, στιλπνός, χυτός σαν μάρμαρο …   Dictionary of Greek

  • λυχνίτης — Παλαιότερη ονομασία για το μάρμαρο της Πάρου, επειδή η εξόρυξή του γινόταν με το φως των λύχνων. Από το μάρμαρο αυτό είναι κατασκευασμένα, μεταξύ άλλων, το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη και η πρόσοψη του ναού των Δελφών. Άλλες ονομασίες του είναι …   Dictionary of Greek

  • ԼԻԿՏԻՆՈՍ — ( ) NBH 1 0886 Chronological Sequence: 10c գ. ԼԻԿՏԻՆՈՍ կամ ՂԻԳԴԻՆՈՍ. Բառ յն. լիկտինօս. λύγδινος lygdinus, candidus. այսինքն Որ ինչ կազմեալ է ʼի սպիտակ փայլուն ազնիւ քարէ լիգդոս ( λίγδος ) կոչեցելոյ. այն է կիճ մարմարիոն պարեան. *Ափրոդիտէ շափիղեայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • λυγδίνωι — λυγδίνῳ , λύγδινος of white marble masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”