λύγισμα

λύγισμα

λύγισμα, τό, das Gewundene, Gekrümmte, Gedrehte, Sp. u. VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λύγισμα — sprain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγισμα — το (AM λύγισμα, Μ και λύγισμαν) [λυγίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λυγίζω, κύρτωση, κάμψη, καμπύλωση («λύγισμα τής μέσης») 2. εναλλαγή, τσάκισμα τής φωνής στο τραγούδι νεοελλ. υποχώρηση σε δυσκολίες νεοελλ. μσν. 1. χαριτωμένη, φιλάρεσκη …   Dictionary of Greek

  • λύγισμα — το, ατος η κάμψη, η κύρτωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυγισμάτων — λύγισμα sprain neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγίσμασι — λύγισμα sprain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγίσμασιν — λύγισμα sprain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγίσματα — λύγισμα sprain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας …   Dictionary of Greek

  • κλάση — η (Α κλάσις) [κλώ] θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία 2. βιολ. μονάδα βιολογικής… …   Dictionary of Greek

  • αγή — ἀγή, η (Α) [ἄγνυμι] 1. σπασμένο κομμάτι, θραύσμα 2. καμπή, λύγισμα 3. απάτη, κοροϊδία 4. φρ. «κύματος ἀγή», το μέρος όπου σπάει το κύμα, ακτή, παραλία …   Dictionary of Greek

  • ανάκαμψη — η (Α ἀνάκαμψις) 1. κάμψη, στροφή, λύγισμα προς τα πίσω ή προς τα επάνω νεοελλ. 1. επιστροφή, επάνοδος 2. παράκαμψη 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος κάμπτει τους βραχίονες προς τα πλάγια και τοποθετεί τις παλάμες στον αυχένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”