- πρειγεύτης
πρειγεύτης, ὁ, kretisch statt πρεσβευτής, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρειγεύτης, ὁ, kretisch statt πρεσβευτής, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… … Dictionary of Greek