- λύχνωμα
λύχνωμα, τό, = ὀϑόνιον, ἔμμοτον, Schol. Ar. Av. 1175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύχνωμα, τό, = ὀϑόνιον, ἔμμοτον, Schol. Ar. Av. 1175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύχνωμα — λύχνωμα, τὸ (Α) [λύχνος] το οθόνιον* … Dictionary of Greek
λυχνώματα — λύχνωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek