- λύσσημα
λύσσημα, τό, das Gewüthe, Rasen, εἴ μ' ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασι Eur. Or. 270.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύσσημα, τό, das Gewüthe, Rasen, εἴ μ' ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασι Eur. Or. 270.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύσσημα — λύσσημα, τὸ (Α) [λυσσώ (I)] 1. προσβολή από μανία, παραφροσύνη 2. στον πληθ. τὰ λυσσήματα μανιώδεις κινήσεις, μανιακές ορμές … Dictionary of Greek
λύσσημα — fit of madness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσήμασι — λύσσημα fit of madness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσήμασιν — λύσσημα fit of madness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσήματι — λύσσημα fit of madness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυττήματι — λυσσήματι , λύσσημα fit of madness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)