- θύρηφι
θύρηφι (von ϑύρα), adv., draußen, im Ggstz von ἔνδοϑι, Od. 22, 220; Hes. O. 363; Nicomach. Stob. fl. 74, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύρηφι (von ϑύρα), adv., draußen, im Ggstz von ἔνδοϑι, Od. 22, 220; Hes. O. 363; Nicomach. Stob. fl. 74, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύρηφι(ν) — (Α) (επικ. τ. δοτ. τού θύρα* ως επίρρ.) έξω («τὰ τ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρυφιν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
θύρῃφι — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρηφι — θύρα door fem dat pl (epic ionic) θύρῃφι indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρηφ' — θύρηφι , θύρα door fem dat pl (epic ionic) θύρηφι , θύρῃφι indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek