λύρτος, τό, epirotisch = σκύφος, Ath. XI, 500 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρτός — λυρτός, ὁ (Α) (ηπειρωτική λέξη) σκύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ. συνδέεται με τη λ. λύρα] … Dictionary of Greek
λυρτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)