- θόλωμα
θόλωμα, τό, = ϑολός, vom Dintenfische, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θόλωμα, τό, = ϑολός, vom Dintenfische, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θόλωμα — το (Μ θόλωμα) [θολώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, η θόλωση, η θολούρα μσν. αλλοίωση τού χρώματος, θάμπωμα … Dictionary of Greek
θόλωμα — το, ατος το να γίνει κάτι θολό: Θόλωμα του νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαύρωμα — το (Α ἀμαύρωμα) νεοελλ. κηλίδωση, σπίλωση τής φήμης, τού ονόματος αρχ. (για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ βλ. ἀμαυρώνω] … Dictionary of Greek
αναθόλωση — η (Α ἀναθόλωσις) [ἀναθολῶ] νεοελλ. η εκ νέου απώλεια της διαύγειας, ξαναθόλωμα αρχ. θόλωμα … Dictionary of Greek
επιθόλωσις — ἐπιθόλωσις, ἡ (Α) 1. το θόλωμα, το σκοτείνιασμα 2. μτφ. η επισκότιση, η διατάραξη … Dictionary of Greek
θάμπωμα — το [θαμπώνω] 1. θάμβος, συσκότιση, κατάπληξη 2. απώλεια στιλπνότητας ή διαύγειας, θόλωμα 3. μείωση τής όρασης … Dictionary of Greek
θολισμός — θολισμός, ὁ (Α) [θολώ] το αποτέλεσμα τού θολώ, το θόλωμα … Dictionary of Greek
θολωσιά — η η ενέργεια τού θολώνω, το θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολώνω (πρβλ. αγκυλωσιά, ακαμωσιά, μαλακωσιά)] … Dictionary of Greek
θόλωση — η (Α θόλωσις) [θολώ] (κυρίως για νερό) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, το θόλωμα, το βούρκωμα … Dictionary of Greek
κυάνωση — Υποκύανη (γαλαζωπή) ή μελανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων. Οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και, συγκεκριμένα, όταν στο αίμα που κυκλοφορεί η απόλυτη τιμή της αναχθείσας αιμοσφαιρίνης δεν ξεπερνά τα 5 γρ. ανά 100 κ. εκ. αίματος … Dictionary of Greek
σκότιση — η, Ν [σκοτίζω] 1. η ενέργεια του σκοτίζω, σκοτισμός, σκότισμα 2. σκοτείνιασμα 3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωμα τού μυαλού, ζάλη («στού πόθου τση τη σκότιση δε συντηρά άλλα κάλλη», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek