- παρ-αιτητικός
παρ-αιτητικός, ή, όν, abbittend, verbittend, Sp., wie D. Hal. iud. de Thuc. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αιτητικός, ή, όν, abbittend, verbittend, Sp., wie D. Hal. iud. de Thuc. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek