λόξευμα, τό, schiefe, schräge Richtung, Man. 1, 307. 4, 479.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόξευμα — και λόξεμα, το (Α λόξευμα) [λοξεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξεύω, λοξότητα, κλίση προς τα πλάγια … Dictionary of Greek
λοξεύματα — λόξευμα obliquity neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)