λόκαλος, ὁ, ein Vogel, vielleicht der Storch, Arist. H. A. 2, 17 a. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόκαλος — λόκαλος, ὁ (Α) ονομασία άγνωστου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
λόκαλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)