- λόξωσις
λόξωσις, ἡ, das Schräg-, Schiefmachen, die schräge, schiefe Richtung, Strab.; von der Ekliptik, ζωοφόρου λοξώσιας, Synes. 1 (App. 92); Plut. plac. phil. 2, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόξωσις, ἡ, das Schräg-, Schiefmachen, die schräge, schiefe Richtung, Strab.; von der Ekliptik, ζωοφόρου λοξώσιας, Synes. 1 (App. 92); Plut. plac. phil. 2, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόξωσις — obliquity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξώσει — λόξωσις obliquity fem nom/voc/acc dual (attic epic) λοξώσεϊ , λόξωσις obliquity fem dat sg (epic) λόξωσις obliquity fem dat sg (attic ionic) λοξόω make slanting aor subj act 3rd sg (epic) λοξόω make slanting fut ind mid 2nd sg λοξόω make slanting … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξώσεις — λόξωσις obliquity fem nom/voc pl (attic epic) λόξωσις obliquity fem nom/acc pl (attic) λοξόω make slanting aor subj act 2nd sg (epic) λοξόω make slanting fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξώσιας — λόξωσις obliquity fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόξωσιν — λόξωσις obliquity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕОГРАФИЯ — • Geographia, γεωγραφία (от γέα, γη̃ и γράφειν), обозначает у греков и римлян обыкновенно то, что мы называем землеописанием, но употребляется греками также в смысле изображения земли, карты (обыкновенно πίναξ γεωγραφικός, tabula).… … Реальный словарь классических древностей
λόξωση — η (AM λόξωσις) [λοξώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξώνω, η λόξευση («ἀναρμόστως ἔχειν τὰ κλίματα διὰ τὴν λόξωσιν», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «λόξωση τής εκλειπτικής» αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα τής εκλειπτικής και τού ουράνιου … Dictionary of Greek
λοξώσεων — λοξώσεω̆ν , λόξωσις obliquity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξώσεως — λοξώσεω̆ς , λόξωσις obliquity fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)