- λόφωσις
λόφωσις, ἡ, das Kuppentragen, die Kuppe selbst, ἡ ἐπὶ τῶν ὀρνέων, Ar. Av. 291.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόφωσις, ἡ, das Kuppentragen, die Kuppe selbst, ἡ ἐπὶ τῶν ὀρνέων, Ar. Av. 291.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόφωσις — λόφωσις, ἡ (Α) (για πτηνό) η ύπαρξη λοφίου στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, κατά το ἀέτωσις] … Dictionary of Greek
λόφωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek