θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ … Dictionary of Greek
θωή — penalty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῳή — θωή penalty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωαῖς — θωή penalty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωιῆς — θωή penalty fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωιή — θωή penalty fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωήν — θωή penalty fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῳαί — θωή penalty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῳῆς — θωή penalty fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῳήν — θωή penalty fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῳῶν — θωή penalty fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)