- λωφήϊος
λωφήϊος, erleichternd, stillend, λωφήϊα ἱερά, Sühnopfer, die den Zorn der Götter stillen, Ap. Rh. 2, 485, Schol. καταπαυστικὰ τῆς ὀργῆς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωφήϊος, erleichternd, stillend, λωφήϊα ἱερά, Sühnopfer, die den Zorn der Götter stillen, Ap. Rh. 2, 485, Schol. καταπαυστικὰ τῆς ὀργῆς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωφήιος — λωφήϊος, ΐα, ον (Α) αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek
λωφήια — λωφήιος relieving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και … Dictionary of Greek