λωτο-τρόφος

λωτο-τρόφος

λωτο-τρόφος, Lotosklee nährend, kleereich, λεῖμαξ, Eur. Phoen. 1587.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξυλοτρόφος — ο (Α ξυλοτρόφος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοτρόφα και ορθότ. ξυλότροφα εντομολ. τα ξυλοφάγο έντομα αρχ. αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρόφος (< τρέφω «παράγω»), πρβλ. λωτο τρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”