- λωτρόν
λωτρόν, τό, u. λωτρο-χόος, dor. = λουτρόν, λουτροχ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωτρόν, τό, u. λωτρο-χόος, dor. = λουτρόν, λουτροχ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωτρόν — λωτρόν, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. λουτρό … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek