- θωρᾱκεῖον
θωρᾱκεῖον, τό, Brustwehr, Bollwerk; Aesch. Spt. 32; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θωρᾱκεῖον, τό, Brustwehr, Bollwerk; Aesch. Spt. 32; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θωρακείον — θωρακεῑον, τὸ (Α) [θώραξ] 1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο 2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος τού στήθους 3. (για τριήρη) κουπαστή 4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών… … Dictionary of Greek
θωρακεῖον — θωρᾱκεῖον , θωρακεῖον breastwork neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακεῖα — θωρᾱκεῖα , θωρακεῖον breastwork neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακείοις — θωρᾱκεί̱οις , θωρακεῖον breastwork neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)