- λωρο-τόμος
λωρο-τόμος, Riemen schneidend, Schol. Platon. Ruhnk. p. 130.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωρο-τόμος, Riemen schneidend, Schol. Platon. Ruhnk. p. 130.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφαλοτόμος — ο (ΑΜ ὀμφαλητόμος, ον, Α και ὀμφαλοτόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ομφαλοτόμος, το ομφαλοτόμο χειρουργικό εργαλείο για αποκοπή τού ομφάλιου λώρου μσν. αρχ. αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώρο αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφαλητόμος… … Dictionary of Greek