θωρακικός

θωρακικός

θωρακικός, an der Brust leidend, sp. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θωρακικός — ή, ό (Α θωρακικός, ή, όν) [θώραξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θώρακα («θωρακικοί σπόνδυλοι») νεοελλ. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θωρακικά τάξη θυσανόποδων καρκινοειδών αρχ. 1. αυτός που πάσχει από νόσο τού θώρακα, αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • θωρακικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο θώρακα: Θωρακικό νόσημα. – Θωρακική χώρα. – Θωρακικοί σπόνδυλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωρακικά — θωρακικός suffering in the chest neut nom/voc/acc pl θωρακικά̱ , θωρακικός suffering in the chest fem nom/voc/acc dual θωρακικά̱ , θωρακικός suffering in the chest fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακικῶν — θωρακικός suffering in the chest fem gen pl θωρακικός suffering in the chest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακικόν — θωρακικός suffering in the chest masc acc sg θωρακικός suffering in the chest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακικοῖς — θωρακικός suffering in the chest masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακικήν — θωρακικός suffering in the chest fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • torácico — ► adjetivo ANATOMÍA Del tórax: ■ caja torácica. * * * torácico, a (del gr. «thōrakikós») adj. Anat. Del tórax. V. «cavidad torácica». * * * torácico, ca. (Del gr. θωρακικός). adj …   Enciclopedia Universal

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

  • θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”