λωπο-δύτης

λωπο-δύτης

λωπο-δύτης, , eigtl. Kleiderschlüpser, der in fremde Kleider schlüpft, Kleiderdieb, der den Badenden ihre Kleider entwendet oder auch auf der Straße den Vorübergehenden ihre Kleider mit Gewalt wegreißt; Ar. Av. 494 Th. 817; Lys. 10, 10. 13, 68 u. A.; übh. Dieb, Räuber, neben ἀνδραποδιστής, als todeswürdiger Verbrecher, Dem. 4, 47; Pol. 13, 6, 4, u. öfter in der Anth. In B. A. 276 auch ὁ τὰ τῶν νεκρῶν ἱμάτια κλέπτων. Uebertr., λωποδύτας ἀλλοτρίων ἐπέων, Pollian. 1(XI, 130). Vgl. das Vorige.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • πορνοδύτης — ὁ, Α αυτός που συχνάζει στα πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • χηραμοδύτης — ου, ὁ, Α αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • λώπη — λώπη, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) ιμάτιο, επενδύτης («δίπτυχον ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσα εὐεργέα λώπην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λώπη καθώς και η συνώνυμή της λῶπος (τὸ) εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα (*lōp ) τής ΙΕ ρίζας *lep «αποφλοιώνω, γδέρνω,… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοδυσία — ἡλιοδυσία, ἡ (Α) η δύση του ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δυσια (< δυτης < δύω), πρβλ. λωπο δυσία] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοδύσιον — ἡλιοδύσιον, τὸ (Α) η δύση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δυσιον (< δυτης < δύω), πρβλ. λωπο δύσιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”