- θωπευμάτιον
θωπευμάτιον, τό, dim. zum Vorigen, Ar. Equ. 785.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θωπευμάτιον, τό, dim. zum Vorigen, Ar. Equ. 785.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θωπευμάτιον — θωπευμάτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού θώπευμα*) στον πληθ. τα θωπευμάτια μικρές κολακείες, καλοπιάσματα, εκδηλώσεις στοργής και τρυφερότητας («ὡς ἀπὸ μικρῶν εὔνους αὐτῷ θωπευματίων γεγένησαι» πώς τού έχεις κερδίσει την εύνοια με μικρά καλοπιάσματα,… … Dictionary of Greek