- θυμ-ώδης
θυμ-ώδης, ες, thymianartig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμ-ώδης, ες, thymianartig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταιγιδώδης — καταιγιδώδης, ες (AM) θυελλώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιγίς, ίδος + κατάλ. ώδης (πρβλ. θυμ ώδης σαρκ ώδης)] … Dictionary of Greek