- θυέλλειος
θυέλλειος, stürmisch, Orak. bei Suid. v. Ἰουλιανός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυέλλειος, stürmisch, Orak. bei Suid. v. Ἰουλιανός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυέλλειος — θυέλλειος, εία, ον (Α) [θύελλα] βλ. θυελλήεις … Dictionary of Greek
θυελλείῃσι — θυέλλειος fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek