θυλλίς

θυλλίς

θυλλίς, ίδος, ἡ, = ϑύλακος, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυλλίς — θυλλίς, ίδος, ἡ (Α) θύλακος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλλ ίς. Πιθ. υποκορ. τού θύλακος χωρίς να εμφανίζει το επίθημα ακ ] …   Dictionary of Greek

  • θυλλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

  • συλλίρ — Α (κατά τον Ησύχ.) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λακωνικό τ. αντί θυλλίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”