- θυη-πόλος
θυη-πόλος, ὁ, der sich mit Opfern beschäftigt, Opferpriester und Wahrsager, Ar. Pax 1124; eigtl. adj., χείρ Aesch. Pers. 198; die Vestalinnen, ϑ. παρϑένοι D. Hal. 2, 64. 3, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυη-πόλος, ὁ, der sich mit Opfern beschäftigt, Opferpriester und Wahrsager, Ar. Pax 1124; eigtl. adj., χείρ Aesch. Pers. 198; die Vestalinnen, ϑ. παρϑένοι D. Hal. 2, 64. 3, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυηδόχος — θυηδόχος, ον (Α) (για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμα («θυηδόχος τράπεζα», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη πόλος, θυη φάγος) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, παραγγελιο δόχος] … Dictionary of Greek
θυηφάγος — θυηφάγος, ον (Α) (ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη δόχος, θυη πόλος) + φάγος… … Dictionary of Greek
θυηπόλος — θυηπόλος, ον θηλ. και η (Α) 1. αυτός που ασχολείται με θυσίες («θυηπόλος χείρ», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. μάντης («Κάλχαντι τῷ θυηπόλῳ», Ευρ.) 3. επιγρ. ιερέας 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ θυηπόλοι (ενν. παρθένοι) οι Εστιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή… … Dictionary of Greek