- θυνναῖον
θυνναῖον, τό, Opfer eines Thunfisches, Ath. VII, 297 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυνναῖον, τό, Opfer eines Thunfisches, Ath. VII, 297 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυνναίος — θυνναῑος, αία, ον (Α) [θύννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόν(ν)ο, θύννειος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυνναῑον η προσφορά στον Ποσειδώνα τού πρώτου τόν(ν)ου που αλιεύθηκε … Dictionary of Greek