- θυννίζω
θυννίζω, = ϑυννάζω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυννίζω, = ϑυννάζω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυννίζω — pres subj act 1st sg θυννίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννίζω — (Α) [θύννος] βλ. θυννάζω … Dictionary of Greek
θυννίζειν — θυννίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek
ἀποτεθύννισται — ἀπό θυννίζω perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)