- θυννίς
θυννίς, ίδος, ἡ, dim. von ϑύννος; Arist. H. A. 5, 9; Ath. VII, 303 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυννίς, ίδος, ἡ, dim. von ϑύννος; Arist. H. A. 5, 9; Ath. VII, 303 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυννίς — και θύννα, ἡ (Α) βλ. θύννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννος κατά τα αλεκτορ ίς, θυγατρ ίς] … Dictionary of Greek
θυννίς — young female tunny fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννίδα — θυννίς young female tunny fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννίδας — θυννίς young female tunny fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννίδες — θυννίς young female tunny fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννίδος — θυννίς young female tunny fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννίδων — θυννίς young female tunny fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννίσιν — θυννίς young female tunny fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek
θύννα — θύννα, ἡ (ΑΜ) ο θηλυκός τόν(ν)ος, (το ψάρι),αλλ. θυννίς. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. παράλλ. τ. τού θύννος*] … Dictionary of Greek
μελαινάς — μελαινάς, άδος, ἡ (Α) είδος μελανωπού ψαριού, αλλ. θυννίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν τού μέλαινα + κατάλ. –άς] … Dictionary of Greek