- θυννεύω
θυννεύω, Thunfische fangen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυννεύω, Thunfische fangen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυννευτικός — θυννευτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος για το ψάρεμα τού τόν(ν)ου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *θυννεύω] … Dictionary of Greek