- θυελλήεις
θυελλήεις, εσσα, εν, dasselbe, Ἐνυώ Nonn. D. 2, 531, ἅλμα 1, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυελλήεις, εσσα, εν, dasselbe, Ἐνυώ Nonn. D. 2, 531, ἅλμα 1, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυελλήεις — θυελλήεις, εσσα, εν (Α) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, θυελλώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + κατάλ. –ήεις (πρβλ. αυγ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek
θυελλήεντι — θυελλήεις stormy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυελλήεσσα — θυελλήεις stormy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυελλήεσσαν — θυελλήεις stormy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
θυέλλειος — θυέλλειος, εία, ον (Α) [θύελλα] βλ. θυελλήεις … Dictionary of Greek
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek