- θυελλο-τόκος
θυελλο-τόκος, Sturmwind erzeugend, ϑάλασσα Nonn. D. 28, 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυελλο-τόκος, Sturmwind erzeugend, ϑάλασσα Nonn. D. 28, 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολεθροτόκος — ὀλεθροτόκος, ον (Μ) αυτός που επιφέρει όλεθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θυελλο τόκος] … Dictionary of Greek
φεγγοτόκος — ον, Α αυτός που παράγει φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θυελλο τόκος] … Dictionary of Greek