- λυκο-θαρσής
λυκο-θαρσής, ές, wolfskühn, dreist wie ein Wolf, Myrin. 3 (VII, 703). Bei Hesych. auch λυκοϑρασής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυκο-θαρσής, ές, wolfskühn, dreist wie ein Wolf, Myrin. 3 (VII, 703). Bei Hesych. auch λυκοϑρασής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek
κυνοθαρσής — ή κυνοθρασής, ές (Α) θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ θαρσής λυκο θαρσής] … Dictionary of Greek