- λυγηρός
λυγηρός, biegsam, καὶ εὐκαμπής, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυγηρός, biegsam, καὶ εὐκαμπής, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυγηρός — ά, ό (AM λυγηρός, ά, όν) βλ. λυγερός … Dictionary of Greek
λυγερός — ή, ό και λυγηρός, ά, ό (AM λυγηρός, ά, όν, Μ και λυγερός, ή, όν) εύκαμπτος, ευλύγιστος νεοελλ. μσν. 1. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, ευσταλής, κομψός 2. το θηλ. ως ουσ. η λυγερή (για νέα γυναίκα) ψηλή, κομψή και ευκίνητη μσν. (το ουδ. στην αιτ.… … Dictionary of Greek