- θυγατρο-γόνος
θυγατρο-γόνος, eine Tochter erzeugend, Nonn. D. 7, 212. 12, 48 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυγατρο-γόνος, eine Tochter erzeugend, Nonn. D. 7, 212. 12, 48 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυγατρογόνος — θυγατρογόνος, ον (Α) αυτός που γεννά θυγατέρες, κόρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρ ός) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, δρυο γόνος] … Dictionary of Greek