- θυγατρό-γαμος
θυγατρό-γαμος, mit der Tochter verheirathet, γεννητήρ Nonn. D. 12, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυγατρό-γαμος, mit der Tochter verheirathet, γεννητήρ Nonn. D. 12, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρογάμος — μητρογάμος, ὁ (ΑΜ) αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη μητέρα του, αυτός που διαπράττει μητρογαμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + γάμος, πρβλ. θυγατρο γάμος] … Dictionary of Greek
θυγατρόγαμος — θυγατρόγαμος, ον (Μ) αυτός που έχει παντρευτεί τη θυγατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρ ός) + γαμος (γάμος), πρβλ. εύ γαμος, ηδύ γαμος] … Dictionary of Greek