- λυχναῖος
λυχναῖος, sc. λίϑος, = λυχνίτης, eine parische Marmorart, Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχναῖος, sc. λίϑος, = λυχνίτης, eine parische Marmorart, Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχναίος — λυχναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία 2. λυχνεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου] … Dictionary of Greek
λυχναίου — λυχναῖος of a lamp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυχναίῳ — λυχναῖος of a lamp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυχνεύς — και λυχναῑος, ὁ (Α) λυχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος, πρβλ. λυχναῖος] … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek