- λυχνίσκος
λυχνίσκος, ὁ, dim. von λύχνος, ἰχϑ ύς, Luc. V. Hist. 2, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχνίσκος, ὁ, dim. von λύχνος, ἰχϑ ύς, Luc. V. Hist. 2, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχνίσκος — ο (Α λυχνίσκος) [λύχνος] μικρός λύχνος … Dictionary of Greek
λυχνίσκους — λυχνίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek